- χρωστήρας
- [-ήρ (-ήρος)] ο кисть (живописца, маляра)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χρωστήρας — ο / χρωστήρ, ῆρος, ΝΜΑ νεοελλ. εργαλείο για βάψιμο, κν. πινέλο, βούρτσα μσν. αρχ. ως επίθ. αυτός που μπορεί να χρωματίσει («χρωστὴρ μόλυβος» το κοντύλι, Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χρωσ τού ρ. χρώννυμι* (πρβλ. παθ. παρακμ. κέ χρωσ μαι) + κατάλ.… … Dictionary of Greek
χρωστήρας — ο όργανο με το οποίο χρωματίζουμε κάτι, βούρτσα, πινέλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χρωστηρίδιο — το, Ν 1. μικρός χρωστήρας, βουρτσάκι 2. ζωολ. παλαιότερη λόγια ονομασία τού γένους ασκομυκήτων πενικίλ(λ)ιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρωστήρας + υποκορ. κατάλ. ίδιο (πρβλ. σφαιρ ίδιο)] … Dictionary of Greek
κινησιοσκόπιο — Ηλεκτρονική διάταξη η οποία μετατρέπει σε ορατές εικόνες τις μεταβολές εύρους των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων που λαμβάνει μια συσκευή τηλεόρασης από τον σταθμό ο οποίος εκπέμπει. Το κ. αποτελείται από έναν γυάλινο σωλήνα, στο εσωτερικό του οποίου… … Dictionary of Greek
βούρτσα — η 1. απλό όργανο καθαρισμού ή στίλβωσης, το οποίο αποτελείται από ισομήκεις τρίχες ή σύρματα κατακόρυφα προσαρμοσμένα σε κατάλληλη βάση 2. φρ. «μαλλιά σαν βούρτσα» ή «μουστάκι σαν βούρτσα» σκληρά και όρθια 3. πινέλο για βάψιμο, χρωστήρας. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
γραφίδα — Όργανο με το οποίο χαράσσουμε, ζωγραφίζουμε ή ιχνογραφούμε. Στην αρχαία Ελλάδα γραφίς ονομαζόταν το καλάμι ή το εργαλείο που χρησιμοποιούσαν για να γράψουν πάνω σε κέρινες πλάκες ή για να σκαλίσουν. Στον πληθυντικό, η λέξη δήλωνε τις εικόνες, τις … Dictionary of Greek
πινέλο — το, Ν 1. εργαλείο για τη βαφή διαφόρων επιφανειών, που αποτελείται από λαβή και τρίχινη βούρτσα 2. ο χρωστήρας τών ζωγράφων 3. βούρτσα για να απλώνεται η σαπουνάδα στο πρόσωπο πριν από το ξύρισμα 4. βούρτσα που χρησιμοποιείται για την επάλειψη… … Dictionary of Greek
πινέλο — το (λ. ιταλ.) 1. μικρό βουρτσάκι, κατάλληλο για βάψιμο, χρωστήρας. 2. ειδική βούρτσα για το ξύρισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)